- αποσκηνος
- ἀπόσκηνοςἀπό-σκηνος2живущий отдельно Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόσκηνος — ἀπόσκηνος, ον (Α) αυτός που στρατοπεδεύει χωριστά, που ζει και σιτίζεται μόνος του … Dictionary of Greek
ἀποσκήνου — ἀπόσκηνος encamping apart masc/fem/neut gen sg ἀ̱ποσκήνου , ἀποσκηνόω keep apart from imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποσκηνόω keep apart from pres imperat act 2nd sg ἀποσκηνόω keep apart from pres imperat act 2nd sg ἀποσκηνόω keep apart… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκήνων — ἀπόσκηνος encamping apart masc/fem/neut gen pl ἀ̱ποσκήνων , ἀποσκηνόω keep apart from imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ποσκήνων , ἀποσκηνόω keep apart from imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)